- κόπτσα
- ηβλ. κόπιτσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόπιτσα — και κόπτσα, η μικρή πόρπη, θηλύκωμα, που αποτελείται από δύο τμήματα («αρσενική κόπιτσα θηλυκή κόπιτσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kopca] … Dictionary of Greek
κόπιτσα — κόπιτσα, η και κόπτσα, η (λ. τουρκ.), μικρή πόρπη που αποτελείται από δύο τμήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)